θεριακός

θεριακός
(I)
-ή, -ό [θεριό]
1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός
2. το θηλ. ως ουσ. η θεριακή
η θηριακή*.
————————
(II)
θεριακός, -ή, -όν (Α) [θέρος]
αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεριακώνω — [θεριακός] 1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος») 2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει») 3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα 4. (για επιχειρήσεις …   Dictionary of Greek

  • θεριακῆς — θεριακός for summer fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”